προβληματίζω

προβληματίζω
προβληματίζω, προβλημάτισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προβληματίζω — ΝΜ [πρόβλημα, ατος] νεοελλ. 1. προκαλώ σε κάποιον σκέψεις, ερωτήματα ή ανησυχίες, τού θέτω ένα πρόβλημα («η κατάστασή του μέ προβληματίζει») 2. μέσ. προβληματίζομαι (ως αμτβ.) α) σκέπτομαι ένα θέμα σε βάθος και με σοβαρότητα, προσπαθώντας να… …   Dictionary of Greek

  • προβληματισμός — ο, Ν [προβληματίζω, ομαι] 1. το αποτέλεσμα τού προβληματίζω και προβληματίζομαι, η πρόκληση σκέψεων, ερωτημάτων ή ανησυχιών σε κάποιον 2. η κατάσταση τού προβληματιζόμενου, η ύπαρξη ερωτημάτων, ανησυχιών σχετικά με ένα ή πολλά θέματα, η αναζήτηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”